ΑΡΘΡΑ

Εφτασε η ώρα για υπουργείο Βιομηχανίας

Άρθρο του κ. Πάνου Λώλου (*),  στην “Καθημερινή” της 26ης Αυγούστου 2018


H ​​εκβιομηχάνιση της Ελλάδος αποτέλεσε ζήτημα προβληματισμού, το οποίο σε εμπεριστατωμένη βάση απασχόλησε πλειάδα μελετητών, όπως τον Γάλλο δημοσιολόγο και περιηγητή Edmond About το 1854, με την έκδοση του βιβλίου του για τη σύγχρονη Ελλάδα, τον Ξενοφώντα Ζολώτα το 1926, με τη δημοσίευση της διδακτορικής του διατριβής, και ακόμη τον Δημήτριο Μπάτση, με την έκδοση του βιβλίου του για τη βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα το 1947. Παρά το ενδιαφέρον ανθρώπων με εντελώς διαφορετικό ακαδημαϊκό, πολιτισμικό και ιδεολογικό υπόβαθρο, και μάλιστα σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες, η Ελλάς δεν διέθετε σχεδόν ποτέ συγκροτημένη βιομηχανική πολιτική. Σχετική εξαίρεση αποτέλεσαν οι δεκαετίες του 1950 και 1960, λόγω της προσήλωσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε αναπτυξιακά έργα, τα οποία όσον αφορά τη βιομηχανία δεν είναι παράδοξο να ισχυριστεί κανείς ότι αφορούσαν όλους τους τομείς που ο Δημήτριος Μπάτσης είχε ήδη προσδιορίσει νωρίτερα, όπως η εξόρυξη, η μεταλλουργία, η παραγωγή ενέργειας και χημικών και η ναυπήγηση. Ετσι, μπορεί να γίνει αντικείμενο ισχυρισμού ότι η ανάγκη για ύπαρξη ισχυρής βιομηχανίας είχε διατυπωθεί εγκαίρως, ασχέτως της μορφής που θα έπρεπε να λάβει (βαριά ή ελαφρά) και των μέσων που θα έπρεπε να διατεθούν. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική βιομηχανία ουδέποτε αναπτύχθηκε επειδή διατυπώθηκε σαφής βιομηχανική πολιτική.

Η συγκρότηση βιομηχανικής πολιτικής διέπεται από συγκεκριμένες απαιτήσεις που υπερβαίνουν τις ιδεολογικές ή τις επίκαιρες κάθε φορά αντιλήψεις για την οικονομία, δεδομένου ότι απαιτούν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που δεν επηρεάζεται άμεσα από τις πρόσκαιρες εξελίξεις.

Συγκεκριμένα, η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας είναι προσανατολισμένη στο να εξυπηρετεί τις βραχύβιες προτεραιότητες του πολιτικού προσωπικού που ηγείται χωρίς να υπάρχει ουσιαστική συναίνεση επάνω σ’ έναν σχεδιασμό που απαιτεί την αποδοτική κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων και χωρίς να διαθέτει απαραίτητα εξειδικευμένο στελεχικό δυναμικό, ιδιαίτερα σε ειδικότητες αιχμής, όπως πρέπει να συμβαίνει, για παράδειγμα, με τις περιβαλλοντικές άδειες που θα έπρεπε να βασίζονται στην εμπειρία των βέλτιστων διεθνών πρακτικών. Επιπρόσθετα, οι χωροθετήσεις ουδέποτε αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης με βάση τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές, δημογραφικές και οικονομοτεχνικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε να μπορούν να συντείνουν στη δημιουργία βιομηχανικών ζωνών με οικονομίες κλίμακας και συνέργειες εντός ολοκληρωμένων αλυσίδων αξίας για τις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αυτές και σαφή πλεονεκτήματα για τη χώρα. Ακόμη, η ανάπτυξη του ενεργειακού ισοζυγίου παραγωγής και κατανάλωσης δεν υπεισήλθε σε πραγματική ανάλυση των πραγματικών αναγκών με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες της ελληνικής οικονομίας (νησιωτικό σύμπλεγμα, επιδότηση οικιακών τιμολογίων, αυξομείωση τάσεως με βάση την εποχικότητα, ενεργειακό μείγμα κ.λπ.) και με προβολή των μελλοντικών αναγκών, κάτι που καταφάνηκε από την καθυστερημένη και μερική, μέχρι και σήμερα, απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στη χώρα μας.

Η χρηματοδότηση της βιομηχανίας απαιτεί αντίστοιχα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, δεδομένης της φύσεώς της, η οποία βασίζεται σε επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίων των οποίων η αποπληρωμή δεν είναι βραχυπρόθεσμη. Η ανάληψη χρηματοδοτικών εγχειρημάτων με στόχο τα αναπτυξιακά έργα και τη βιομηχανία είναι κάτι που θα πρέπει να διακρίνεται από συνέχεια ιδιαίτερα λόγω της χρηματοδοτικής ασφυξίας των τελευταίων ετών, η οποία έπληξε ακόμη και μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εν δυνάμει ανταγωνιστικές στο εξωτερικό. Ακόμη και η πιστωτική κάλυψη των πωλήσεων του βιομηχανικού, και εν γένει του εξαγωγικού κλάδου, είναι ζήτημα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και μάλιστα εφόσον αυτός υποκρύπτει και μια συνιστώσα της εξωτερικής πολιτικής που η χώρα θέλει ή οφείλει να ασκήσει.

Τέλος, η βιομηχανική πολιτική οφείλει να ενισχύει τους κλάδους εκείνους που διαθέτουν εκ των πραγμάτων ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με στόχο την αύξηση του εξαγωγικού τους αποτυπώματος και ιδιαίτερα σε κλάδους που διακρίνονται από αυξημένη προστιθέμενη αξία. Αυτό συνεπάγεται ευέλικτη αντιμετώπιση των αναγκών αυτών των κλάδων, δεδομένου ότι ο χρόνος ζωής των προϊόντων που παράγουν μπορεί να είναι εκ των πραγμάτων σύντομος ή το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται απαρχαιωμένο, με αποτέλεσμα να απαιτούνται άμεσες και εξειδικευμένες παρεμβάσεις που επί του παρόντος δεν μπορούν να γίνουν εντός μιας υποβαθμισμένης γενικής γραμματείας βιομηχανίας ενός υπερυπουργείου.

Δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχία εντός αναπτυξιακού προγράμματος που εντάσσει τη βιομηχανία εντός των προτεραιοτήτων για τη μεταμνημονιακή εποχή, χωρίς την άρθρωση μιας ολοκληρωμένης βιομηχανικής πολιτικής με συγκεκριμένους στόχους, μέσα και χρονοδιαγράμματα. Η ώρα για την ύπαρξη ενός υπουργείου Βιομηχανίας, αίτημα όλων των φορέων βιομηχανικής εκπροσώπησης της χώρας, έχει έλθει.


(*) Ο κ. Πάνος Λώλος είναι μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη


– Άρθρο στην ιστοσελίδα της “Καθημερινής”