Άρθρο του κ. Μιχάλη Ν. Στασινόπουλου(*), στην “Καθημερινή της Κυριακής” της 24ης Ιουλίου 2022
Το τελευταίο διάστημα γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις και η ελληνική οικονομία συνολικά εισέρχονται σε μια περίοδο σημαντικών προκλήσεων που οφείλονται στις διεθνείς γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Σε αντίθεση με το 2009, οι προκλήσεις δεν έχουν ελληνική προέλευση, ούτε η Ελλάδα βρίσκεται στον πυρήνα των εξελίξεων αυτών. Το περιβάλλον που ήδη καλείται να αντιμετωπίσει συνολικά η Ευρώπη χαρακτηρίζεται από μια σοβαρή ενεργειακή κρίση, σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις, διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και αύξηση του κόστους δανεισμού.
Οι διαφαινόμενοι κίνδυνοι επιβάλλουν εγρήγορση και προσαρμογή της οικονομίας με μια στρατηγική που θα μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες που έχουν οι επιχειρήσεις να αντέξουν και να αναπτυχθούν. Σε αυτή τη λογική επανατίθεται καίρια το ζήτημα της μετάβασης σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο περισσότερο βασισμένο στην εγχώρια παραγωγή και στις εξαγωγές. Η κατεύθυνση είναι ξεκάθαρη και ευρέως αποδεκτή από οικονομολόγους και φορείς. Η εξωστρέφεια και η καινοτομία είναι απαραίτητο να στηριχθούν έμπρακτα σε όλο το φάσμα της παραγωγής και ιδιαίτερα στις ΜμΕ.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Οι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις έδωσαν στα χρόνια της κρίσης σκληρές μάχες επιβίωσης, με γενναίες αποφάσεις αναδιάρθρωσης αλλά και ενίσχυσης της καινοτομίας, της τεχνολογίας και της εξωστρέφειας.
Οι καρποί της προσπάθειας αυτής αποτυπώνονται στη θεαματική αύξηση των εξαγωγών αγαθών – δείκτης με καθοριστική συμβολή στα δημόσια έσοδα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.
Δεν πρέπει όμως να δημιουργείται εφησυχασμός, γιατί μας χωρίζει ακόμα τεράστια απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά και από οικονομίες συγκρίσιμες μ’ εμάς. Επίσης, η ανθεκτικότητα της παραγωγικής μας βάσης σε περιόδους δοκιμασίας όπως αυτή στην οποία μπαίνουμε, τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Επείγει λοιπόν η υιοθέτηση και η εφαρμογή μιας βιομηχανικής στρατηγικής εστιασμένης στα κρίσιμα θέματα που απασχολούν την παραγωγική κοινότητα και επιδρούν καθοριστικά στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, όπως το μη μισθολογικό κόστος, το δυσμενές φορολογικό καθεστώς για τις βιομηχανικές επενδύσεις, η ανεπάρκεια χρηματοδοτικών εργαλείων, το άκαμπτο καθεστώς υπερωριών, η απλοποίηση διαδικασιών, θέματα ανθρώπινου δυναμικού και φυσικά κίνητρα για προώθηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, αντίστοιχα με αυτά άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
ΙΣΧΥΡΟΙ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟΙ ΔΙΑΥΛΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Σε όλους αυτούς τους τομείς υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτιώσεων και μπορούν να αξιοποιηθούν για τον σκοπό αυτό μελέτες του ΙΟΒΕ σε συνεργασία με την «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη», που αναλύουν και κοστολογούν μέτρα, συγκρίνουν με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές και αναδεικνύουν τα οφέλη για την ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Χρειάζονται ισχυροί και σταθεροί δίαυλοι επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ πολιτείας και παραγωγικών δυνάμεων, ώστε να δημιουργηθεί μια κοινή βάση αντίληψης για τις δυνατότητες και τις προοπτικές μιας αναβαθμισμένης βιομηχανικής πολιτικής. Ο κόσμος της παραγωγής ελπίζει σε ρεαλιστικές και ολοκληρωμένες παρεμβάσεις που θα έχουν άμεσα θετικά αποτελέσματα και θα δώσουν μια νέα πνοή συνολικά σε αυτόν τον τόσο σημαντικό τομέα της οικονομίας.
(*) Ο κ. Μιχάλης Ν. Στασινόπουλος είναι Executive Director της Viohalco, Πρόεδρος του Δ.Σ. της ElvalHalcor (ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ) και Πρόεδρος της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη».