Άρθρο του κ. Πάνου Λώλου (*), στην “Καθημερινή της Κυριακής” της 23ης Σεπτεμβρίου 2018
Ο Ηρόδοτος ως πατέρας της Ιστορίας ήταν ο πρώτος συγγραφέας που χρησιμοποίησε τη λέξη «μύθος» με την έννοια της «απίθανης ιστορίας». Οι μύθοι ήταν και παραμένουν δημοφιλείς επειδή έχουν κάποια εκφραστική δύναμη, χωρίς να εμπεριέχουν διαλεκτικό συλλογισμό. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούν μη ορθολογικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας.
Είναι κοινός τόπος ότι η αντίληψη σχετικά με τη βιομηχανία στη χώρα μας δεν είναι τέτοια που να υποστηρίζει αυτή τη μορφή του επιχειρείν. Πέραν των προβλημάτων ρυθμιστικού χαρακτήρα, υπάρχουν ριζωμένες αντιλήψεις που δεν ευνοούν την εμπέδωση της βιομηχανίας ως σημαντικού παράγοντα ανάπτυξης για τον τόπο μας. Οι αντιλήψεις αυτές έχουν τον χαρακτήρα του μύθου μιας και βασίζονται σε εμφανώς ανορθολογικές ερμηνείες ή σε απλουστευτικές προσεγγίσεις του ζωτικού αυτού για την οικονομία μας κλάδου. Τέσσερις είναι οι βασικοί μύθοι που περιβάλλουν τη βιομηχανία στη χώρα μας.
Η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα
Πέραν του 8% του ΑΕΠ προέρχεται από τη μεταποίηση, η οποία άρχισε να εξελίσσεται στην Ελλάδα αμέσως μετά το τέλος της δεκαετίας του ’40. Το υψηλότερο ποσοστό συμβολής της στο ΑΕΠ κατεγράφη στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ξεπερνώντας το 12%, όταν παράλληλα διαδοχικές παρεμβάσεις μείωσαν την ισχύ του εθνικού νομίσματος. Στην Ελλάδα παράγονται –μεταξύ άλλων– με αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης εκλεκτά βαμβακονήματα, δομικά υλικά, ειδικά κράματα για τη ναυτιλία και την αυτοκινητοβιομηχανία, καλώδια υψηλής τάσεως για υποθαλάσσιες συνδέσεις, ειδικά επεξεργασμένα ορυκτά υψηλής αξίας, ρομποτικά συστήματα για αυτοματισμούς, μετασχηματιστές, εξαρτήματα συνδέσεων υδραυλικών δικτύων, πίνακες ασύρματων δικτύων, προϊόντα αμυντικών εφαρμογών και αντικεραυνικά συστήματα. Τα περισσότερα από τα ανωτέρω προϊόντα όταν δεν βασίζονται στην απλή μεταποίηση πρώτων υλών, που βρίσκονται στην Ελλάδα ή εισάγονται, εμπεριέχουν κατεργασία υψηλής προστιθέμενης αξίας που συνεισφέρει στην εθνική οικονομία, ενώ αξιοποιεί τεχνολογίες αιχμής και απασχολεί το πλέον καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό. Υπάρχουν συγκεκριμένοι κλάδοι όπως ο εξορυκτικός και ο μεταλλουργικός στους οποίους η χώρα μας πρωταγωνιστεί σε διεθνές επίπεδο ενώ υπήρξαν μέχρι πρόσφατα και κλάδοι όπως η κλωστοϋφαντουργία και η υποδηματοποιία που είχαν ιδιαίτερη διεθνή παρουσία. Η μεταποιητική δραστηριότητα συνεχίζει να υφίσταται στην Ελλάδα και μάλιστα κυρίως στηριζόμενη από τους Ελληνες επιχειρηματίες εν μέσω πολλαπλών κανονιστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταβαλλόμενων συνθηκών που δεν ευνοούν την εν γένει ανάπτυξή της.
Η βιομηχανία εξαντλεί τους φυσικούς πόρους και μολύνει
Η αντίληψη αυτή αγνοεί πλήρως ότι οι φυσικοί πόροι αποτελούν μέρος του πλούτου κάθε κράτους και συνεπώς όχι μόνο ενδείκνυται αλλά και επιβάλλεται να υπάρχει η ορθολογική αξιοποίησή τους υπό βιώσιμες προοπτικές. Οι υδρογονάθρακες, τα ορυκτά, τα μεταλλεύματα, η ξυλεία όπως και το νερό αποτελούν φυσικούς πόρους η αξιοποίηση των οποίων είναι παράγοντας ευμάρειας των λαών. Η θέσπιση και η τήρηση κανονιστικών διατάξεων, που αποσκοπούν στην αποφυγή ανορθολογικής χρήσεως των πόρων και στη διατήρηση της περιβαλλοντικής ισορροπίας ως δημοσίου αγαθού, επαφίονται στη μέριμνα και την αποτελεσματικότητα των διοικητικών αρχών, οι οποίες στην Ελλάδα σε πολλές περιπτώσεις έχουν θέσει όρια μετρήσεων συγκεκριμένων δεικτών αυστηρότερα και από τα ευρωπαϊκά. Οι σύγχρονες επιχειρήσεις λειτουργούν με βάση συγκεκριμένα συστήματα διαχείρισης περιβάλλοντος, κάτι που πιστοποιείται με ISO 14001 και EMAS – που προσδιορίζει καλύτερα το περιβαλλοντικό ρίσκο. Στη χώρα μας, δε, υπάρχει σχετική μνεία στη νομοθεσία όπου η ύπαρξη ISO 14001 είναι κριτήριο ανανέωσης μιαw περιβαλλοντικής άδειας. Παράλληλα, οι δημόσιες αρχές έχουν την ευθύνη να απαιτούν τη λειτουργία όλων των επιχειρήσεων σύμφωνα με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές (best practices), οι οποίες εξασφαλίζουν συνθήκες λειτουργίες συμβατές με τις εγγενείς απαιτήσεις. Η εγχώρια βιομηχανία, συγκεντρωμένη κατά κύριο λόγω σε άτυπες βιομηχανικές περιοχές, ζητεί επιτακτικά την ουσιαστική ανακήρυξή τους σε επίσημες βιομηχανικές ζώνες, κάτι που θα ελαχιστοποιήσει περαιτέρω την πιθανότητα περιβαλλοντικών εκτροπών που μπορούν να παρατηρηθούν εντός ενός άναρχου τοπίου. Πέραν των ρυθμιστικών διατάξεων, όμως, οι ίδιες οι βιομηχανικές επιχειρήσεις επιθυμούν την αρμονική συνύπαρξη με τις τοπικές κοινωνίες εντός του πλαισίου εταιρικής κοινωνικής ευθύνης που διέπει τις περισσότερες εξ αυτών, μιας και κάθε διατάραξη της περιβαλλοντικής ισορροπίας εξαιτίας τους είναι απολύτως ανεπιθύμητη και θα έχει, επιπρόσθετα, καταστροφικά αποτελέσματα για τη φήμη τους. Το φαινόμενο του να γίνονται αντικείμενο αλόγιστης χρήσης αναντικατάστατοι φυσικοί πόροι αφορά κυρίως αγαθά υπό δημόσιο έλεγχο όπως το νερό.
Η βιομηχανία δεν συνάδει με σύγχρονες συνθήκες εργασίας
Το στερεότυπο πίσω από την αντίληψη αυτή βρίσκεται στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Η μεταποίηση ως παραγωγική διαδικασία έχει αλλάξει πάρα πολύ έκτοτε και μέρος αυτής της αλλαγής οφείλεται στο νέο τεχνολογικό συσχετισμό που απαιτεί αυτοματοποίηση ιδιαίτερα μετά και την εισαγωγή της πληροφορικής ως τρίτο βιομηχανικό κύμα. Στην Ελλάδα οι περισσότερες βιομηχανικές επιχειρήσεις, και σίγουρα όλες όσες έχουν διεθνή δραστηριότητα, ελέγχονται πέραν των διοικητικών αρχών και από τους ίδιους τους πελάτες τους οι οποίοι θέλουν να διασφαλίσουν μακροχρόνιες συνεργασίες με βιώσιμους προμηθευτές που ακολουθούν συγκεκριμένα πρότυπα λειτουργίας υγιεινής και ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των δεικτών ατυχημάτων και της πρόληψής τους. Αρκετές επιχειρήσεις έχουν πιστοποιηθεί με OHSAS 18001, ενώ η τήρηση σύγχρονων συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας είναι πολλές φορές εσωτερικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων και λόγω της φύσεως της δραστηριότητάς τους. Στην πραγματικότητα, η βιομηχανία απασχολεί ένα ευρύ φάσμα ανθρώπινου δυναμικού διαφορετικών εκπαιδευτικών αφετηριών και γνωστικών δεξιοτήτων, ενώ παράλληλα αμείβει κατά μέσον όρο καλύτερα τους εργαζομένους της από κάθε άλλο σημαντικό κλάδο στην Ελλάδα και συνεισφέρει τις μεγαλύτερες ανά τομέα της οικονομίας εργοδοτικές εισφορές, αποτελώντας τον πλέον αξιόπιστο εργοδότη με συνεχή έμφαση στα θέματα ασφαλών συνθηκών εργασίας.
Η βιομηχανία είναι παρωχημένη
Η αντίληψη αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αντικειμενική παρατήρηση ότι οι ισχυρότερες οικονομικά χώρες του κόσμου (ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία και Γερμανία) είναι και αυτές με τη μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγή. Παράλληλα, αντιπαρέρχεται τη στόχευση της Ε.Ε. ώστε η μεταποίηση να ανέλθει από το 15% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ στο 20% έως και το 2020. Επιπλέον, αγνοεί την αντικειμενική πραγματικότητα στη χώρα μας, όπου το 40% της φορολογίας νομικών προσώπων προέρχεται από τη μεταποίηση ενώ συμβάλλει καθοριστικά στην εμπέδωση της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης εντός του πλαισίου της κυκλικής οικονομίας. Οι υπηρεσίες έχουν μεν σημειώσει σημαντική αύξηση ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλο τον κόσμο μετά το τέλος της δεκαετίας του ’40, βασίζονται όμως στη χρήση ή διακίνηση βιομηχανικών προϊόντων τα οποία γίνονται όλο και πιο σύνθετα, ενώ αξιοποιούν τις υπηρεσίες στο πλαίσιο ενός ενάρετου κύκλου ανατροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Η βιομηχανία σήμερα συνεισφέρει στο 87% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας μας και δεδομένου ότι οι εξαγωγές είναι παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης, η περαιτέρω αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας με εξωστρεφή χαρακτήρα διευκολύνει την επίτευξη των μακροοικονομικών επιδιώξεων. Η στόχευση για περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανίας ως τομέα της εγχώριας οικονομίας εμπεριέχει, μεταξύ των άλλων, και εθνικές αναγκαιότητες συνδεόμενες με τη γεωστρατηγική θέση της χώρας, η οποία απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία ή και αυτάρκεια ακόμη και στο πλαίσιο μιας αναπόφευκτα παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Οι μύθοι, ως ιδιόμορφα είδη απλουστευτικών σχημάτων, άρχισαν ιστορικά να υποχωρούν στο πλαίσιο της ανάπτυξη μιας διαλεκτικής ορθού λόγου. Η ιστορία της εγχώριας βιομηχανίας, αλλά πολύ περισσότερο το παρόν της και οι αναγκαιότητες του μέλλοντος απαιτούν να επαναπροσεγγιστεί ρεαλιστικά και ορθολογικά η σκοπιμότητα της ύπαρξης βιομηχανίας στον τόπο μας πέραν των μύθων και των στερεοτυπικών αντιλήψεων που τη συνοδεύουν.
(*) Ο κ. Πάνος Λώλος είναι μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη