Άρθρο του κ. Πάνου Λώλου (*), στην “Καθημερινή της Κυριακής” της 26ης Μαΐου 2019
Σύμφωνα με δημοσιεύματα για μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Βέλγου ρυθμιστή ενέργειας (βλ. «Η Καθημερινή», 6/12/18), η μέση τιμή ρεύματος και φυσικού αερίου στην Ελλάδα για τις μεγάλες βιομηχανίες ανερχόταν στα 66 ευρώ ανά MWh στις αρχές του περασμένου έτους. Η Γερμανία, ως κατεξοχήν βιομηχανική χώρα, παρουσιάζεται με μέσο κόστος στα 37 ευρώ ανά MWh και αντιστοίχως καλές επιδόσεις έχουν οι υπόλοιπες βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε., όπως η Γαλλία και η Ολλανδία. Η μελέτη αυτή συνάδει με παλαιότερα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλ. «Η Καθημερινή», 30/10/18) κατατάσσοντας τη χώρα μας δεύτερη πιο ακριβή χώρα στην Ε.Ε. στη χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας. Τα στοιχεία αυτά τεκμηριώνουν περαιτέρω τους ισχυρισμούς της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας Ελλάδος (ΕΒΙΚΕΝ) αναφορικά με το υψηλό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, παράγοντα που δυσχεραίνει την ανταγωνιστικότητα και τη βιομηχανική ανάπτυξη. Στις ανωτέρω τελικές τιμές δεν συμπεριλαμβάνονται τα κόστη από την αύξηση των εκπομπών CO2 κατά 20% στα τέλη του 2018 πράγμα που καθιστά τις συγκρίσεις ακόμη πιο απογοητευτικές. Το ερώτημα συνεπώς δεν είναι εάν το ενεργειακό κόστος για τη βιομηχανία στην Ελλάδα είναι υψηλό ή όχι, αλλά γιατί είναι υψηλότερο σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της.
Τρία είναι τα κύρια αίτια που διαμορφώνουν το κόστος ενέργειας σε μη ανταγωνιστικά επίπεδα. Ο κρατισμός ως κρατούσα αντίληψη γύρω από τη ΔΕΗ, το ενεργειακό μείγμα και η απουσία ενιαίας, σύγχρονης και ελεύθερης αγοράς συζευγμένης με τις αντίστοιχες γειτονικές.
Η ΔΕΗ ως αποκλειστικός μέχρι πριν από λίγα χρόνια παραγωγός και πάροχος ενέργειας δεν εκσυγχρονίστηκε, με αποτέλεσμα το υψηλό παραγωγικό και λειτουργικό της κόστος, συγκρινόμενη με άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις του εξωτερικού. Οι πρόσθετες δυσκολίες που παρουσιάστηκαν ως αποτέλεσμα διεθνών εξελίξεων ή εγχώριων συγκυριών, όπως οι επιβαρύνσεις από την εμπορία ρύπων (τις οποίες πληρώνουν οι βιομηχανίες), η αναγκαστική είσπραξη ξένων προς τη φύση της επιχείρησης τελών και η οικονομική δυσπραγία πελατών της, επιβάρυναν πρόσθετα την πορεία της, η οποία παρουσιάζει πλέον συσσωρευμένες ζημίες που απειλούν την ευστάθεια του συστήματος παραγωγής ενέργειας συνολικά. Η αδυναμία λήψεως πρωτοβουλιών για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης δεν επέδρασε μόνο στα αποτελέσματα της αλλά και στην έλλειψη επενδύσεων που θα την καταστήσουν ανταγωνιστική προς όφελος των πελατών της και τελικά της εθνικής μας οικονομίας. Η αιτία αυτής της διαχρονικής δυσπραγίας είναι ο κρατισμός που επιβλήθηκε ως επικρατούσα αντίληψη γύρω από την οικονομία και ειδικότερα γύρω από την αγορά ενέργειας πράγμα που αντανακλάται στην ατελή απελευθέρωση της μιας και η τιμή του ανταγωνιστικού σκέλους ρεύματος διαμορφώνεται με βάση το λειτουργικό κόστος της μη εκσυγχρονισμένης ΔΕΗ. Επιπροσθέτως, ενώ οι μεγάλες βιομηχανικά χώρες ευνοούν την ανταγωνιστικότητα του κόστους ενέργειας για τους βιομηχανικούς πελάτες μέσω του σκέλους των χρεώσεων δικτύου, φόρων και τελών, εδώ γίνεται ακριβώς το αντίθετο, με αποτέλεσμα την πρόσθετη επιβάρυνση για την ελληνική βιομηχανία.
Το ενεργειακό μείγμα που υφίσταται στη χώρα μας αντανακλάται και στο κόστος ενέργειας πέραν των προφανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που υπάρχουν. Καίτοι σταθερά μεταβαλλόμενο υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (από 7,02% στο σύνολο της παραγωγής ενέργειας το 2005 στο 16,95% το 2017, σύμφωνα με την Eurostat) υφίσταται ακόμη σημαντική εξάρτηση από πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο στα νησιά, οι οποίες αυξάνουν την ανάγκη εισαγωγών και είναι ευμετάβλητες βάση διεθνών εξελίξεων καθιστώντας την ελληνική οικονομία ευάλωτη.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) είναι απολύτως αναγκαίες και σταδιακά θα διακρίνονται από μειωμένο κόστος λόγω χαμηλότερου κόστους επένδυσης και τεχνολογιών που απαιτούνται. Η χώρα μας έχει αναλάβει την υποχρέωση να αυξήσει το μερίδιό τους επί της συνολικής παραγωγής ενέργειας στο 18% το 2020 έναντι του 20% που είναι ο στόχος της Ε.Ε. στο σύνολό της, με απώτερο στόχο το 32% το 2030 στο πλαίσιο της στρατηγικής για ανάπτυξη των ΑΠΕ επιπροσθέτως της αύξησης ικανότητας αποθήκευσης, καθώς και της ενοποίησης των αγορών μέσω διασυνδέσεων που θα ικανοποιούν την ευέλικτη ζήτηση.
Η επί μακρόν έλλειψη διασυνδέσεων της ελληνικής αγοράς ενέργειας με ξένες, καθώς και η απουσία ενιαίου και σύγχρονου δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας ευνόησε την αύξηση του κόστους παραγωγής. Τα έργα διασύνδεσης με διεθνείς αγορές, και ειδικά τις γειτονικές, αλλά και εγχώρια μεταξύ νησιών και ηπειρωτικής χώρας, θα επιτρέψουν την αναστροφή της κατάστασης εφόσον και τα εναπομείναντα σχέδια επιταχυνθούν με διαδικασίες που θα επιτρέψουν όχι μόνο την άμεση ολοκλήρωση τους με το μικρότερο δυνατό κόστος αλλά και την μέγιστη ωφέλεια για την ελληνική οικονομία. Επιβάλλεται έτσι να αξιοποιηθεί κατεξοχήν το εγχώριο παραγωγικό δυναμικό λόγω του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος του στην οικονομία. Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέργειες από την υλοποίηση των έργων διασύνδεσης και ανάπτυξης των υποδομών θα μειώσουν περαιτέρω το κόστος ενέργειας προς όφελος των επιχειρήσεων, οι οποίες απειλούνται επιπλέον από συχνές και έντονες βυθίσεις στην τάση του ρεύματος με αρνητικές επιπτώσεις στον εξοπλισμό τους, στα αναλώσιμα και τελικά στο κόστος παραγωγής τους.
Η κατανάλωση ενέργειας προβλέπεται να αυξηθεί στο μέλλον με βεβαιότητα υπό τις νέες τεχνολογικές και κλιματικές συνθήκες, αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίον είναι αναγκαίο να μειωθεί το κόστος της ενέργειας για τη βιομηχανία, δεδομένου ότι στην Ελλάδα η πραγματικότητα είναι πως οι επιχειρήσεις επιδοτούν το κόστος ενέργειας των νοικοκυριών. Η ενεργειακή επάρκεια, αλλά ακόμη και η αυτάρκεια με το ελάχιστο συγκριτικά κόστος, είναι συνθήκη τόνωσης της βιομηχανίας, πτυχή ανταγωνιστικότητας, προϋπόθεση οικονομικής ανάπτυξης και εντέλει παράγοντας εθνικής ισχύος.
(*) Ο κ. Πάνος Λώλος είναι μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη