Άρθρο κ. Ευριπίδη Δοντά (*) στην ιστοσελίδα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων — 16 Ιουλίου 2017.
Μετά από 7 χρόνια προγραμμάτων διάσωσης και σχεδόν μια δεκαετία ύφεσης, η ελληνική οικονομία, μετά και την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, δείχνει να σταθεροποιείται και δειλά-δειλά να ανακάμπτει. Τώρα λοιπόν είναι που κρίνεται εάν η ανάκαμψη αυτή θα στηρίξει και θα στηριχθεί σε ένα νέο οικονομικό πρότυπο, υγιές, παραγωγικό, κοινωνικά περιεκτικό κι εξωστρεφές, απαλλαγμένο από τις παθογένειες του παρελθόντος. Τώρα είναι που θα πρέπει να δείξουμε αν «τα παθήματα του παρελθόντος» μας έγιναν μάθημα ώστε να κάνουμε πράξη την απαραίτητη παραγωγική ανασυγκρότηση που θα οδηγήσει όχι μόνο στη διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση αλλά και στη «θωράκιση» της χώρας από παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον.
Επί δεκαετίες, το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε η χώρα οδηγούσε την παραγωγική βάση της οικονομίας στο περιθώριο. Η παραγωγή κι εξαγωγή αγαθών και η μεταποιητική βιομηχανική δραστηριότητα συνεχώς συρρικνώνονταν, ενώ οι εισαγωγές αυξάνονταν ανεξέλεγκτα. Ιδιαίτερα μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, λόγω της δυνατότητας φθηνού εξωτερικού δανεισμού -που μάλιστα χρησιμοποιείτο με λάθος τρόπο και για λάθος λόγο-το εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας επιδεινωνόταν διαρκώς. Δανειζόμασταν όλο και περισσότερο για να καταναλώνουμε και να εισάγουμε, αντί να βελτιώνουμε τα εισοδήματα της χώρας μέσω της αύξησης της εγχώριας παραγωγής. Αναπότρεπτα, η φούσκα αυτή έσκασε. Όπως έσκασε και η φούσκα του Ελληνικού Δημοσίου που δανειζόταν και αυτό αλόγιστα, φέρνοντας τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας. Η μεταποίηση αντιμετωπιζόταν για πολλά χρόνια ως ένα είδος «παρία» της Ελληνικής Οικονομίας, με αποτέλεσμα η συμβολή της στο ΑΕΠ να είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη: μόλις 8-9% έναντι 14-15% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη.
Κι αυτό, τη στιγμή που χώρες που κινούνται κοντά ή και πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αντιλαμβανόμενες -με αφορμή και τις τραγικές συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης του 2007-2008- τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική συμβολή της βιομηχανίας και της μεταποίησης, έχουν θέσει ως στόχο την ενίσχυση της συμβολής της στην παραγωγή πλούτου, ώστε το 2020 ο μέσος ευρωπαϊκός όρος να φτάσει στο 20%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην Ελλάδα, παρά το συγκριτικά μικρό της μέγεθος, η μεταποίηση παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομία λόγω των πολύ σημαντικών πολλαπλασιαστικών της επιπτώσεων. Πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ που έγινε με τη στήριξη της Αστικής μη κερδοσκοπικής Εταιρείας «Ελληνική Παραγωγή» αναδεικνύει και υπογραμμίζει τα πολύ σημαντικά πολλαπλασιαστικά της μεταποίησης: Κάθε 1 ευρώ προστιθέμενης αξίας που παράγεται από τη μεταποίηση προκαλεί τριπλάσια συνολική επίπτωση στην οικονομία με αποτέλεσμα το συνολικό αποτύπωμα της μεταποίησης να αντιστοιχεί στο 31% του ΑΕΠ της χώρας.
Παρόμοια εικόνα και στην απασχόληση: για κάθε μια νέα θέση εργασίας στη μεταποίηση, δημιουργούνται συνολικά τρεις θέσεις εργασίας στην οικονομία. Ομοίως και στα δημόσια έσοδα, όπου ο πολλαπλασιαστής υπερβαίνει το 3.
· Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι η μεταποίηση είναι από τους μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας και προσφέρει περίπου όσες θέσεις εργασίας προσφέρουν τα ξενοδοχεία και εστιατόρια μαζί;
· Πόσοι γνωρίζουν ότι στη μεταποίηση οφείλεται το 87% των εξαγωγών αγαθών της χώρας και το 36% των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης;
· Πόσοι ξέρουν ότι η μεταποίηση απαιτεί ανθρώπινο κεφάλαιο μεγαλύτερης εξειδίκευσης, ενώ προσφέρει πιο σταθερές σχέσεις εργασίας; Και τέλος, ότι είναι ο τομέας προσφέρει από τις υψηλότερες αμοιβές στους εργαζόμενους, κατά μέσο όρο 2,5 φορές υψηλότερες απ΄ότι στις υπηρεσίες;
Το τελευταίο διάστημα υπάρχουν στοιχεία και ενδείξεις αρκετά ενθαρρυντικές:
· Το 2016 η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ ανέκαμψε από το 8% στο 8,8%.
· Οι εξαγωγές ενισχύονται, το διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου αυξήθηκαν 6,6% έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου, συμβάλλοντας στο κλείσιμο του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
· Η βιομηχανική παραγωγή ενισχύεται, το ίδιο και η απασχόληση στη μεταποίηση.
Αυτά είναι ασφαλώς θετικά, αλλά χρειάζεται καταρχήν τα σημάδια προόδου να σταθεροποιηθούν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου και να μην υπάρξει εφησυχασμός. Πολύ περισσότερο, απαιτείται να γίνουν ακόμα πάρα πολλά για να μπορέσει η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία να αναπτύξει τη δυναμική της. Οι Ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με πολύ σοβαρά εμπόδια που συνήθως δεν συναντούν οι ανταγωνιστές μας στις άλλες χώρες και αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Αυτός είναι κι ένας από τους βασικούς στόχους της «Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο βιομηχανιών για την ανάπτυξη», μιας πρωτοβουλίας μικρών και μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων και των βασικών Περιφερειακών Βιομηχανικών Συνδέσμων της Χώρας, που δημιουργήθηκε ακριβώς με τη φιλοδοξία να αναδείξει τη ζωτική ανάγκη να μεταβούμε από την Ελλάδα που δανείζεται, καταναλώνει και εισάγει, στην Ελλάδα που δημιουργεί, καινοτομεί, παράγει και εξάγει.
Τώρα είναι η στιγμή που θα κριθεί αν, ή θα (ξανα)κτίσουμε την οικονομία μας σε γερά θεμέλια αυτή τη φορά ή εάν η δύναμη της αδράνειας θα μας (ξανα)οδηγήσει σε μια φούσκα κατανάλωσης και εισαγωγών, που απλώς θα περιμένει την επόμενη διεθνή κρίση για να σκάσει.
—
(*) Ο Ευριπίδης Δοντάς είναι Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της «ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ ΚΛΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ», και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Ελληνική Παραγωγή».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουλίου 2017 στην ιστοσελίδα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων: Άρθρο Ευριπίδη Δοντά στο ΑΠΕ