Άρθρο του κ. Κώστα Θέου (*), στο «Έθνος της Κυριακής» – 10 Μαΐου 2020
Η πανδημική κρίση COVID-19, πέραν της πρωτοφανούς δοκιμασίας σε ανθρώπινο και κοινωνικό επίπεδο, έρχεται και αυτή να μας υπενθυμίσει την αδήριτη ανάγκη να διαφοροποιήσουμε σημαντικά τις πηγές δημιουργίας πλούτου. Να ξανασκεφτούμε το μίγμα των οικονομικών δραστηριοτήτων στις οποίες στηριζόμαστε, ώστε να μην εξαρτόμαστε υπέρμετρα από έναν πυλώνα, αυτόν του τουρισμού, που είναι μεν εξαιρετικά πολύτιμος, αλλά επίσης και εκ των πραγμάτων, ιδιαίτερα ευάλωτος σε μη προβλέψιμες εξωγενείς απειλές.
Η κρίση μας υπενθυμίζει επίσης τη σημασία της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών αλλά και μιας στοιχειώδους εγχώριας αυτάρκειας, χωρίς λογικές στρεβλού προστατευτισμού.
Είναι η ευκαιρία να εξαγάγουμε τα σωστά διδάγματα –διδάγματα και της προηγούμενης κρίσης στην πραγματικότητα– ώστε η επανεκκίνηση της οικονομίας να είναι σε πιο στέρεες βάσεις, με μεγαλύτερες αντοχές σε εξωγενείς κρίσεις, με τη δημιουργία ενός δεύτερου –πλέον του τουρισμού– ισχυρού πυλώνα της οικονομίας, με επίκεντρο τη μεταποίηση, όπως πρότεινε και το ΙΟΒΕ στην τελευταία έκθεσή του.
Η βιομηχανία υφίσταται και αυτή πλήγμα, αλλά έχει όλες τις προϋποθέσεις να ανακάμψει ταχύτερα από τις υπηρεσίες. Εξάλλου, και στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι χώρες με ισχυρή βιομηχανία ανέκαμψαν ταχύτερα.
Η Ελληνική Βιομηχανία είναι ο μόνος άλλος αξιόλογου μεγέθους εξωστρεφής τομέας της οικονομίας. Αναδιαρθρώθηκε σημαντικά μέσα από την επώδυνη προηγούμενη κρίση και στήριξε δυναμικά την έως τώρα ανάκαμψη με την ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση των εξαγωγών. Η Ελλάδα, με τη συμβολή μικρών και μεγάλων παραγωγικών εταιρειών, αποδεικνύει καθημερινά ότι μπορεί να παράγει και να εξάγει προϊόντα που στέκονται επάξια στον διεθνή ανταγωνισμό.
Είναι καιρός να διορθώσουμε χρόνιες παθογένειες και να κτίσουμε μια οικονομία σε στέρεες βάσεις, εξωστρεφή, παραγωγική, καινοτόμα, εξαγωγική, που δίνει προοπτικές καριέρας για τους νέους, μια οικονομία λιγότερο ευάλωτη σε κρίσεις.
Η «Ελληνική Παραγωγή» με την επιστημονική υποστήριξη του ΙΟΒΕ έχει προβεί στον εντοπισμό και τεκμηρίωση βασικών εμποδίων που η Ελληνική βιομηχανία αντιμετωπίζει κατά σχεδόν μοναδικό τρόπο στην Ευρώπη και που την φέρνουν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, δυσχεραίνοντας τη διεύρυνση και επέκταση της παρουσίας της στις διεθνείς αγορές:
– Ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, καθώς η Ελλάδα έχει το ακριβότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη
– Ταχύτερες φορολογικές αποσβέσεις για την διευκόλυνση των επενδύσεων. Η Ελλάδα έχει από τα δυσμενέστερα καθεστώτα φορολογικής αντιμετώπισης των αποσβέσεων επενδύσεων παγίου μηχανολογικού εξοπλισμού στην Ευρώπη, ενώ μέχρι και το 2013, ίσχυε ευνοϊκότερο καθεστώς.
– Μείωση μη μισθολογικού κόστους. Οι εισφορές εργοδοτών στην Ελλάδα είναι υψηλότερες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών επιχειρήσεων.
– Δυσκολία χρηματοδότησης με ανταγωνιστικούς όρους από το τραπεζικό σύστημα, εμπόδιο που θα μπορούσε μερικώς να αμβλυνθεί με μεγαλύτερη στήριξη της βιομηχανίας από το ΕΣΠΑ.
– Ευελιξία λειτουργίας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις υπερωρίες. Η Ελληνική Βιομηχανία «τιμωρείται» με εξαιρετικά ανελαστικό καθεστώς υπερωριών, όχι μόνο σε σχέση με πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και σε σύγκριση με τους άλλους κλάδους της οικονομίας.
Για την επόμενη μέρα της οικονομίας, απαιτείται ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης με επίκεντρο τη Βιομηχανία. Μπορεί να ξεκινήσει άμεσα με τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την άρση των στρεβλώσεων που αποτρέπουν, εδώ και πολλά χρόνια, την υγιή ανάπτυξη της μεταποίησης.
(*) Γενικός Διεθυντής στην “Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη”